Το 1890 οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τον σουλτάνο περνάνε μια κρίση για το προνομιακό ζήτημα, για τα προνόμια δηλαδή που αφορούσαν στο πλαίσιο οργάνωσης της ζωής των ορθόδοξων χριστιανών σε ένα κοινωνικό σύστημα, μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Μπροστά στην πρόθεση του σουλτάνου να περιορίσει τα προνόμια, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου αντέδρασε δυναμικά και αποφάσισε το κλείσιμο των εκκλησιών για σχεδόν έξι μήνες. Ο σουλτάνος υποχώρησε τελικά και οι ναοί άνοιξαν, με τους χριστιανούς να γιορτάζουν τα Χριστούγεννα του 1890.
Την αναστάτωση που επικρατούσε τις ημέρες πριν από εκείνα τα Χριστούγεννα, περιγράφει σε ένα ωραίο του κείμενο ο ποιητής από το Συρράκο Κώστας Κρυστάλλης. Το έγραψε το 1892 και φέρει τον τίτλο «Προπέρσινα Χριστούγεννα» (εκδ. Ι. Μονής Ελεούσης Νήσου, Ιωάννινα 1998).
«Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι’ οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Η εκκλησίες μας είνε κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι’ οι παπάδες» αναφέρει για τη «βουβή» και βροχερή παραμονή των Χριστουγέννων. «Με τον ερχομό της νύχτας η βροχή κάπως ξέκοψε. Μα ο ουρανός είνε πάντα κρυμμένος στα σύγνεφα, λες και θρηνάει κι’ αυτός τα μαυρισμένα μας Χριστούγεννα […].Είχαμεν γευτή τον απλό σαρακοστιανό δείπνο μας και συμμαζωγμένοι γύρα της όλοι, από τα παιδιά ως τους γέρους, ακαρτερούσαμαν τα Χριστούγεννα. Του κάκου αγρυπνούσαμαν. Χριστός δεν εγεννιώνταν για εμάς την νύχτα τούτη. Κι’ αν γεννιώνταν, ποιος θα μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να ‘δούμε ποτέ τ’ αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι’ οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα ‘κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας…».
Οι Γιαννιώτες ήταν σίγουροι ότι τα Χριστούγεννα δεν θα έρθουν γι’ αυτούς, ενώ φοβούνταν και ταραχές. Ανήμερα των Χριστουγέννων, πρωί πρωί, περίμεναν κάποιο καινούριο χαμπέρι. Το χαμπέρι που περίμεναν, ήρθε το μεσημέρι, με τις καμπάνες να χτυπούν σε όλη την πόλη. «Όλ’ έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται… Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια! Πήραμαν τα προνόμια!….» γράφει ο Κρυστάλλης.